Το κράνος


            Κάθε φορά που την ανέβαζε πίσω, της έδινε το κράνος του. Είχε ένα μηχανάκι παλιό –κατοσταράκι- του έλειπε κι ο ένας καθρέφτης. Για κείνον ήταν ο τρόπος του να ξεφεύγει. Απ’ το μποτιλιάρισμα, το πήξιμο, τη φασαρία, το χρόνο. Απ’ όλα.
            Κάθε φορά της έδινε το κράνος του. Κι εκείνη κάθε φορά γκρίνιαζε. Τη μια για τις μπούκλες που θα χάλαγαν, την άλλη για την κόκκινη ασφάλεια που την έπνιγε, την τρίτη γιατί δεν μπορούσε καλά ν’ αναπνεύσει. Και γιατί φορές φορές το τζάμι ήταν θολό και δεν μπορούσε να δει καλά από μέσα ή γιατί δεν άκουγε τι της έλεγε αφού το κράνος της έκλεινε τα’ αφτιά.
            Κάθε φορά, στο τέλος, το φόραγε. Έπιανε τα μαλλιά της μια χαλαρή κοτσίδα, το έσπρωχνε για να περάσει απ’ το κεφάλι και σήκωνε ελαφρά το πηγούνι για να της κλείσει εκείνος την κόκκινη ασφάλεια.
            Κάθε φορά που περνούσαν από κάποιο ήσυχο δρομάκι εκείνη πίστευε πως θα ξεσηκώσουν τον κόσμο –πως θα ξυπνήσουν όλους όσους κοιμόντουσαν. Έκανε τόσο θόρυβο το χαζομηχανάκι. Και το κράνος τόσο την έσφιγγε και τόσο την κούφαινε που νόμιζε πως πρέπει να φωνάζει για να μπορεί να την ακούει εκείνος.
            Εκείνο το πρωί έκανε κρύο πολύ. Έριχνε κι ένα ψιλόβροχο που κάπου κάπου γινόταν χιόνι. Δεν ήταν ντυμένη καλά κι εκείνος της το είπε. Σήκωσε το πηγούνι, της έκλεισε την κόκκινη ασφάλεια και ξεκίνησαν. Στο δρόμο φώναζε για την ακούει. Είχε και αέρα πολύ και το μηχανάκι κάθε τόσο τρανταζόταν. Ένοιωθε τα δάχτυλα των χεριών της να παγώνουν μέσα από τα γάντια και τα πόδια μέσα απ’ το κολάν σχεδόν δεν τα αισθανόταν. Όμως μιλούσε, μιλούσε δυνατά, μπας και ζεσταθεί και γελούσε, γελούσε δυνατά, σα να έκανε κιόλας ζέστη. Το κράνος, άλλωστε, προστάτευε κάπως το κεφάλι της από το τόσο κρύο. Πώς να ήταν άραγε εκείνος που δεν είχε παρά μόνο το πολύχρωμο σκουφάκι;
            Κάθε φορά που έφταναν σήκωνε ελαφρά το πηγούνι της, ξεκούμπωνε εκείνος την κόκκινη ασφάλεια, της έβγαζε το κράνος και της έδινε ένα φιλί.
            Εκείνο το πρωί, που έκανε κρύο πολύ, άνοιξε μόνη της την κόκκινη ασφάλεια. Εκείνος της έβγαλε το κράνος και τη χάιδεψε ελαφρά στον ώμο. Δεν της έδωσε φιλί.
            Γυρίζοντας την πλάτη της, κατάλαβε πόσο πολύ πονούσε ο λαιμός της και στρίβοντας στη γωνία του δρόμου σκέφτηκε πως μάλλον θα φταίνε οι φωνές και τα δυνατά γέλια μέσα σε τόσο κρύο.
Να γιατί δεν συμπάθησε ποτέ τα κράνη.      
Κείμενο: Βένια Σταματιάδη

1 σχόλια:

Ανώνυμος

ωρεο

Δημοσίευση σχολίου