Μπανάνα




Είναι καλοκαίρι και με τις φίλες μου αποφασίζουμε να πάμε τις πρώτες διακοπές μόνες μας. Από τα Χανιά που μένουμε , κάναμε την επανάσταση μας και πήγαμε στο Ρέθυμνο!! 
Μια μέρα ενώ λιώνουμε σε κάτι ξαπλώστρες στην παραλία έρχεται ένας κύριος και μας λέει αν θέλουμε να κάνουμε μπανάνα και ότι έχει μια μεγάλη προσφορά αν κάνουμε και οι πέντε στη μισή τιμή. Εγώ όντας τότε, όχι απλά υπέρβαρη, αλλά παθογόνα παχύσαρκή, δεν ήθελα να κάνω. Με τα χίλια ζόρια και ούτε κι εγώ ξέρω πως, με πείσανε. Έτοιμη να πέσω από το άγχος μου πήρα το σωσίβιο που με δυσκολία δέθηκε με τα λουριά στην πιο ανοιχτή θέση. Ο άνθρωπος έφερε την μπανάνα στα ρηχά κι όλες ανέβηκαν με ευκολία. Εγώ έμεινα τελευταία και δεν μπορούσα για κανέναν λόγο να ανέβω. Επιστρατεύτηκαν δυο αλλοδαποί , μαζί με έναν περαστικό, με έσπρωχναν να ανέβω , ενώ παράλληλα άκουγα επικριτικά σχόλια σε σπαστά ελληνικά και ότι λίγη γυμναστική δεν θα με έβλαπτε. Βάζοντας τις χερούκλες τους όπου έβρισκαν με ανέβασαν στην τελευταία θέση της μπανάνας. Από την αγωνία μου , ενώ έπιασα την χειρολαβή που είχε μπροστά μου έπιασα μαζί και το κάτω μέρος του μαγιό της μπροστινής μου.  Η μπροστινή μου τσιρίζοντας που της έβγαλα τον κώλο φάτσα φόρα , τράβηξε το μαγιό της από τα χέρια μου.
Η βόλτα με την μπανάνα ξεκίνησε. Αρχικά ομαλά. Έχοντας ήδη αρχίσει τις προσευχές, τα τάματα και τους όρκους ,ότι δεν θα ξαναφάω ποτέ τίποτα φτάνει να μην βρεθώ στον πάτο της θάλασσας, η βόλτα γινόταν όλο και πιο επικίνδυνη. Ο οδηγός του καϊκιού που έσερνε την μπανάνα είχε βάλει σκοπό να μας πετάξει μέσα. Έβαλα όλη μου την δύναμη στα χέρια μου που κρατούσαν την χειρολαβή μπροστά. Από τις απότομες στροφές όλο το νερό ερχόταν πάνω μας αλλά κρατιόμασταν όλες γερά και καμία δεν έφευγε.Είχα καταπιεί αρκετό νερό και τα δέκα λεπτά που σε μένα φάνηκαν τρεις ώρες πέρασαν. Εγώ μη μπορώντας να πιστέψω ότι όλα είχαν τελειώσει ξάπλωσα ανάσκελα εξοντωμένη στην αμμουδιά , μισολιπόθυμη.
Τότε άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι περίεργο. Τα χέρια μου. Τα χέρια μου δεν ήταν ανοιχτά στο πλάι, δεν ήταν δίπλα μου στο πλάι , δεν τα όριζα εγώ τέλος πάντων. Τα χέρια μου ήταν αγκυλωμένα μπροστά και λυγισμένα όπως ακριβώς έπιανα την χειρολαβή της μπανάνας. Και ήταν αδύνατον να πάρουν άλλο σχήμα.  Σηκώθηκα με τις φίλες γύρω μου να με ρωτάνε πως είμαι και τους άντρες που με είχαν βοηθήσει να ανέβω να χασκογελάνε πιο πέρα. Τα χέρια μου ήταν αγκυλωμένα και λυγισμένα μπροστά για μέρες...

Ελένη Μητροπούλου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου