ΓΕΛΩ


γελώ [jeló] & -άω, -ιέμαι εκδηλώνω με ηχηρά γέλια ευχάριστη διάθεση ή ψυχική ευφορία, χαμογελώ, έχω χαρωπή όψη, κοροϊδεύω, περιγελώ,εξαπατώ, ξεγελώ

Γέλα πριν ευτυχήσεις, διότι υπάρχει φόβος να μην γελάσεις ποτέ Πλάτων

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου