Ποιός φωνάζει;




Εκεί που χρόνος δεν υπάρχει
Εδώ και πολλά χρόνια γαυγίζει ένα σκυλί.
Είναι ένα σκυλί που η  ράτσα του δεν έχει προσδιοριστεί ακριβώς.
Πάει καιρός που στέκεται μπροστά σε ένα παλιό κουτί παπουτσιών και γαυγίζει, γαυγίζει με όλη του τη δύναμη.
Κάθε τόσο σταματούν  κάποια ανθρώπινα πλάσματα , ανοίγουν το κουτί με μεγάλη περιέργεια.
Κοιτάνε τι υπάρχει μέσα αλλά δεν αντιδρούν. Ξινίζουν τα μούτρα τους και φεύγουν.
Το σκυλί συνεχίζει να γαυγίζει αλλά δεν τολμάει να ακουμπήσει την μουσούδα του και να το ανοίξει,
Όχι βέβαια επειδή φοβάται, αλλά επειδή του αρέσει να φωνάζει.
Σκέφτεται ότι αν δει τι κρύβεται μέσα μπορεί και να απογοητευτεί και μετά δεν θα έχει κάποιο λόγο να υπάρχει.
Ξαφνικά το κουτί άρχισε να μετακινείτε από την θέση του, σαν να  απαντούσε στις φωνές του, λέγοντας κι αυτό τα δικά βάσανα.
    Το σκυλί εκνευρίστηκε με αυτήν την συμπεριφορά και αρχίζει να ουρλιάζει, να θυμώνει πολύ, ώσπου η φωνή του δεν άντεξε και «έκλεισε».
Άνοιγε το στόμα του μα τίποτα ούτε ουρλιαχτό ούτε λυγμός τίποτα.
Το κουτί χάρηκε την τόση ησυχία και άρχισε να μετακινείτε ακόμα περισσότερο, σαν σαύρα στην μέση της ερήμου.
Το σκυλί έκλεισε τα μάτια του δεν άντεχε την τόση αυθάδεια, την τόση κοροϊδία, έκρυψε τα πόδια του στο σώμα του ,έγινε μια μαλλιαρή μάζα και παρέμεινε ακίνητο.
Ώσπου νύχτωσε.
 Μα όχι για πάντα, μόνο όσο χρειάζονται οι πυγολαμπίδες να έρθουν...
Οι πυγολαμπίδες άρπαξαν το καπάκι από το κουτί και το άνοιξαν, κράτησαν το καπάκι πάνω από το κεφάλι του σκυλιού μπας και το κάνουν να σηκώσει το βλέμμα του, αλλά μάταια.
Όποιος θυμώνει, θυμώνει για πάντα. Και κρύβεται ακόμα και από τον ίδιο του τον εαυτό.
Μέσα από  το κουτί άρχιζαν να πετάγονται μικροσκοπικά αντικείμενα που οι άνθρωποι τα λένε παιχνίδια.
Ήθελαν να δουν ποιος είναι αυτός που τους αφήνει τόσο καιρό στο πιο βαθύ σκοτάδι. 
Φωνάζοντας και ουρλιάζοντας, σαν να είχαν κάνει το μεγαλύτερο κακό.
 Τα παιχνίδια έκαναν το κάθε τι για να τα προσέξει να τα κοιτάξει έστω για μια στιγμή.
Χόρευαν, χοροπηδούσαν, έβγαζαν άναρθρες κραυγές, μάταια
Από τον τετράποδο φίλο μας αντίδραση καμία.
Τα παιχνίδια μας άρχιζαν να περπατάνε γύρω από το σκυλί μας αλλάζοντας συνεχώς το σχήμα τους σαν πλαστελίνες στα χέρια των παιδιών.
Άρχισαν να αλλάζουν το σχήμα τους, να αλλοιώνονται, να μεταμορφώνονται, σε υλικές απροσδιόριστες μάζες, μάταια.
Από τις πολλές αλλαγές, έχασαν την αρχική μορφή τους.
 Τρόμαξαν  που δεν αναγνώριζαν πια τον εαυτό τους και έτρεξαν να κρυφτούν στην αγκαλιά ο ένας του άλλου.
Έτσι αγκαλιασμένοι μπόρεσαν να νιώσουν, μόνο για μια στιγμή την δύναμη του φόβου.
Ακούστηκε ο χτύπος της καρδιάς όλων των παιχνιδιών του κόσμου, την στιγμή που τα εγκαταλείπουν.
      Το σκυλί μας σήκωσε το κεφάλι του μα το μόνο που αντίκρισε ήταν το άδειο κουτί σήκωσε το βλέμμα του ψηλά είδε το φωτεινό σημάδι από πάνω του. Αντίδραση καμία.
Κατέβασε το κεφάλι του και ξανακρύφτηκε.
Άρχιζε να ξημερώνει και οι πυγολαμπίδες χάθηκαν.
Τώρα που να βρίσκονται τα παιχνίδια το ξέρεις μόνο εσύ
Βάζοντας το δικό σου τέλος αφού η ιστορία μας είναι μια ιστορία χωρίς
                                               
                                                      ΤΕΛΟΣ

Χάρισε του/χάρισε μου
Μην κρύβεσαι από τους φόβους που σε κάνουν να θυμώνεις.
Φυλάξου από τον θυμό και τον φόβο των άλλων που αλλοιώνουν το δικό σου σχήμα.


Κείμενο: Δέσποινα Μαραγκουδάκη
Βίντεο: Ιφιλένεια Ζαχαριάδου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου