Από μικρή μου άρεσε να παίζω. Μόνη,
πέρα από τις κούκλες, κρυφή χαρά είχα να παίζω ιστορίες που δημιουργούσα και
ζούσα εκείνη τη στιγμή με πρόσωπα υπαρκτά ή μη, σε άγνωστες χώρες, μπροστά στα
τζάμια της κουζίνας, στους καθρέπτες του μπάνιου, στον μαρμάρινο διάδρομο, στην
ακτή και στη θάλασσα. Με μάγευε ο αντικατοπτρισμός, η εναλλαγή των εικόνων και
της διάθεσης, το παιχνίδι της φαντασίας, η ρευστότητα και οι αποχρώσεις στα
διάφορα στάδια της συνείδησης, της παιδικής και της εφηβικής, της νεανικής, και
πιο μετά της πιο ώριμης. Ο πόθος αυτός δεν ήταν παρά ένα όχημα για το αυτοσχεδιαστικό
δημιούργημα που πήγαζε από κάποιον ασυνείδητο κόσμο. Αυτόν τον παιγνιώδη
χωρόχρονο που ταξιδεύει και αναγεννά. «Εσείς
κύριε Γιώργο ευθύνεστε που δεν μας επισκέπτονται πια τα ελάφια και γι αυτό ο
Κοντορεβιθούλης σας έκλεψε τα τρόφιμα και πάει να τα βρει. Πρέπει να ζητήσετε
επειγόντως συγγνώμη», και έτσι σιγά σιγά έβρισκα τα νοήματα μόνη, χτίζοντας
παράλληλα το δρόμο για τη μοιρασιά.
Και αυτό, πέρα απ’ τα ηχηρά μαλλιοτραβήγματα κάτω από
το τραπέζι της κουζίνας με τον μικρότερο αδελφό, δεν ήταν άλλο από το παιχνίδι
στις ομάδες, που όλους πάντα συγκινούσε ιδιαίτερα. Αυτή η μοιρασιά του εαυτού
και του πνεύματος ιδιαίτερα στις ήσυχες ώρες όταν προετοιμαζόμασταν για ένα
σκοπό συγκεκριμένο, μια παρουσίαση, ή κάποιο ματς. Αλλά και το συντροφικό κι
ανέμελο παιχνίδι που μας διέκρινε ως παιδιά. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τις πέτρες
και τις αυλές, τα παγκάκια στο γειτονικό πάρκο, τους δρόμους στη γειτονιά… όλα
γέμιζαν είτε με τις
φωνές και τα γέλια μας, τους ήχους διαμαρτυρίας και ξέφρενου πάθους, από το
χτύπημα της μπάλας, τις κόρνες των ποδηλάτων, τα τσόκαρα της μικρής που έπαιζε
κουτσό ή τσιγκολελέτα με τις φίλες της.
Και άλλοι ήχοι εξωτερικοί
έρχονταν και συνδέονταν όπως αυτοί του γαλατά και του περιπλανώμενου
Καραγκιοζοπαίχτη. Τι ευτυχία αλήθεια να μεγαλώνεις σε γειτονιά που όλοι παίζουν
χαρούμενα κι ανακαλύπτουν τους ρόλους και προβάλλουν τα (συν)αισθήματα… ακόμα
και οι κάμπιες που φορές-φορές δυστυχούσαν στα χέρια μας που τις σούβλιζαν με
τις πευκοβελόνες, ακόμα κι αυτές έμοιαζαν να απολαμβάνουν την προσοχή και το
γέλιο μας.
Έτσι και τώρα, αρκετά χρόνια
ενήλικη και πιο σοφιστικέ πλέον, στο πράσινο και στο μπλε, στο χορό και στο
ανέμελο παιχνίδι νιώθω καλύτερα ότι αναπνέω. Και σκίρτημα νιώθω σαν φλερτάρω με
εικόνες πάλι μπλέκοντας τη χώρα του ονείρου στη γειτονιά:
Σ’ έναν κήπο με πλούσιο γκαζόν και κυριλέ
ξαπλώστρες σε είδα να εντυπωσιάζεις
κάποιους αθέατους θεατές με τις
τεράστιες μπάλες από κρέμα σαντιγί που ξεδιπλώνονταν με επιδέξιο τρόπο
από την άκρη της γλώσσας σου. Σκόρπιζες γέλιο στο ηλιόλουστο πρωινό. Εκείνοι
στοιχημάτιζαν για το τέλος του παιχνιδιού που ποτέ δεν έφτανε γιατί εσύ ευχαριστιόσουν
να τραβάς την προσοχή γνωρίζοντας ότι δε χόρταινα να σε παρακολουθώ να
κυριαρχείς στον πιο αθώο τζόγο. Αλήθεια δεν ξέρω πότε θα σε ξαναδώ ή τι θα
γίνει στην επόμενη σελίδα, γεμίζω από αυτήν την ηδονή στο τώρα και αναμένω το
σκορ με πίστη και δύναμη για το καλύτερο και νιώθω νικήτρια έτσι κι αλλιώς.
Πέτρα Τσέλιου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου