«Το νερό της βροχής»



Τίποτα δεν είναι πιο οριστικό. Πιο οριστικό δεν γίνεται. Πιο οριστικό ίσως ακόμα κι απ’ το θάνατο.
Είχα χρόνια να τον δω. Δύο ή τρία κάπου εκεί. Και είχα πάψει και να τον σκέφτομαι εδώ και αρκετό καιρό. Ο χρόνος συγχωρεί, μας συγχωρεί. Τον θυμόμουν πού και πού μόνο με μια αόριστη γλύκα, ίσως από μια μυρωδιά ή από ένα αστείο σε κάποια παρέα στα πεταχτά.
Δεν ξέρω γιατί πήγα εκεί. Εκεί πηγαίναμε μόνο μαζί. Και μόνο τότε. Έβρεχε πολύ, ήταν μια απ’ τις μέρες που αρνούνται τον χαιρετισμό του χειμώνα, που κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν, να επιμηκύνουν λίγο ακόμα τη ζωή του. Μπήκα για να γλιτώσω τη βροχή. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όπως τότε. Εμείς με τις κυριακάτικες εφημερίδες, τα γέλια και τις αγκαλιές μας.
Κάθισα σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο παράθυρο και παρήγγειλα γαλλικό καφέ. Άνοιξα την «Πλωτή Πόλη» στην τσακισμένη σελίδα και έριξα τα μάτια μου στην πρώτη σειρά. Μπορεί να είχε περάσει ένα λεπτό, μπορεί και μία ώρα όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν κολλημένη ακόμα στην πρώτη λέξη.  Έκλεισα το βιβλίο και κοίταξα έξω από το παράθυρο.
Και τον είδα. Ακριβώς έξω να με κοιτά χωρίς να πλησιάζει. Δεν ξέρω πόση ώρα μπορεί να ήταν εκεί. Μπορεί ένα λεπτό, μπορεί και μία ώρα. Τα μάτια μας συναντήθηκαν για μια μόνο στιγμή, σηκώθηκα και πήγα προς τα έξω. Η βροχή παρέμενε το ίδιο δυνατή, βγήκα χωρίς μπουφάν και με το στριφτό τσιγάρο στο χέρι.
Είχε προχωρήσει, δεν κατάλαβε άραγε ότι βγήκα να τον δω; Τον πρόλαβα στη στροφή του δρόμου. Γύρισε και με κοίταξε κι εγώ του χαμογέλασα. Η βροχή δυνατή κι εμείς –και οι δύο- μούσκεμα, ακίνητοι και αμίλητοι. Μπορεί για ένα λεπτό, μπορεί και για μία ώρα.
«Πρέπει να φύγω» μου λέει ξαφνικά, «συγγνώμη, θέλω πολύ να τα πούμε αλλά βλέπεις, βρέχει πολύ και πρέπει να γυρίσω σπίτι. Θα σε πάρω όμως τηλέφωνο πολύ άμεσα, έχουμε πολύ καιρό να τα πούμε, θέλω πολύ να σε δω να πούμε τα νέα μας, με τη δουλειά όλα καλά;»
«Καλά, μια χαρά όλα, εσύ;»
«Καλά, παντρεύτηκα, πάνε δυο μήνες»
«Και είσαι ευτυχισμένος;»
«Ναι πολύ»
«Εντάξει λοιπόν, θα τα πούμε κάποια στιγμή, περιμένω τηλέφωνο, ναι;»
«Συμφωνία» απάντησε και γύρισε να φύγει.
Μόνο όταν έφτασα πίσω στο καφέ, βρεγμένη μέχρι το κόκαλο αναρωτήθηκα αν αυτά που έτρεχαν στα μάτια του ήταν δάκρυα ή απλώς το νερό της βροχής.

Κείμενο: Βένια Σταματιάδη
Φωτογραφία: http://good-wallpapers.com/pictures/5446/Rain.jpg

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου