1. κάνω, εκτελώ πειράματα• δοκιμάζω ή εφαρμόζω θεωρητικές γνώσεις ή
υποθέσεις για μελέτη ή επαλήθευση: Πειραματίζεται με ποντίκια. 2. κάνω
κτ. δοκιμαστικά (για να διαπιστώσω την πιθανότητα επιτυχίας, τις
σχετικές δυσκολίες, τα προβλήματα κτλ. και να προνοήσω ανάλογα)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου