Πάτησα ένα ένα τα πλήκτρα. Κάθε φορά που
έφτανα στο επόμενο νούμερο έπαιρνα βαθιά ανάσα και συνέχιζα. Σχεδόν εμμονικά.
Το σκεφτόμουν μέρες αυτό το τηλεφώνημα. Το
είχα εκλογικεύσει κιόλας. Μου είχε λείψει –αυτό ήταν όλο. Όμως όταν το άκουσα να
καλεί ένοιωσα την αναπνοή μου να κόβεται και τα χέρια μου να ιδρώνουν. Τα δικά
μου χέρια που ποτέ δεν ίδρωναν. Σκέφτηκα για μια στιγμή να το κλείσω. Αλλά τώρα
έπρεπε να πάω μέχρι τέλους. Έτσι κι αλλιώς το όνομά μου ήδη αναβόσβηνε στην
οθόνη του.
Δεν το σήκωσε.
Τυλίχτηκα το μπουρνούζι και αφήνοντας υγρά
αποτυπώματα στα πλακάκια του διαδρόμου έφτασα στο σαλόνι.
Την πρώτη φορά που άκουσα το κινητό να
χτυπάει δε βιάστηκα. «Θα πάρω εγώ μετά» σκέφτηκα. Όμως, όποιος κι αν ήταν
επέμεινε.
Σε
πέντε λεπτά ακριβώς ξαναπήρα. Τώρα έπρεπε να πάω μέχρι τέλους. Είχα ήδη φτάσει
στον πεζόδρομο κοντά στο σπίτι του. Στο τρίτο χτύπημα το σήκωσε.
«Ναι»
απάντησε ψυχρά.
«Δεν
είδε το όνομά μου στην αναγνώριση; Λες να μη μ’ έχει πια στον κατάλογο;»
σκέφτηκα.
Και
δε μίλησα αμέσως.
Άρπαξα
το κινητό με βρεγμένα χέρια χωρίς να κοιτάξω την οθόνη. «Ναι» είπα ψυχρά. Απ’
την άλλη πλευρά σιωπή. Εκνευρίστηκα. Με βγάλαν απ’ το μπάνιο και δεν απαντούσαν κιόλας.
«Ναι»
ξαναείπα έναν τόνο πιο αυστηρά.
«Γεια.
Τι κάνεις;»
Τα
χασα.
Η
φωνή μου έτρεμε. Αλλά δεν έπρεπε να φανεί. Ακούστηκε εκνευρισμένος όταν το
σήκωσε και τον ρώτησα αν ενοχλώ. Μου είπε πως όχι αλλά μάλλον τυπικά.
Αποθαρρύνθηκα. Αλλά έπρεπε να πάω μέχρι τέλους. Του πρότεινα να πάμε για έναν
καφέ. Του είπα πως ήμουν στην Αθήνα. Δέχτηκε χωρίς ενθουσιασμό.
Ένοιωσα
το στόμα μου να στεγνώνει. Με το που άκουσα την πρώτη λέξη. Δεν έπρεπε όμως να
φανεί. Μου είπε ότι ήταν στην Αθήνα, δίπλα στο σπίτι μου. Μου πρότεινε να πάμε
για καφέ. Όταν της απαντούσα πως σε είκοσι λεπτά θα είμαι στον πεζόδρομο
καταλάβαινα πως η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
Μου
είπε πως θα έφτανε σε είκοσι λεπτά. Κάθισα σ’ ένα πεζούλι και τον περίμενα.
Προσπάθησα να στρίψω τσιγάρο. Τα χέρια μου έτρεμαν. Έσκισα δύο χαρτάκια αλλά
τελικά τα κατάφερα. Το άναψα με την ελπίδα να με ηρεμήσει. Όμως κάθε τζούρα μου
ανακάτευε περισσότερο το στομάχι. Ήθελα να κάνω εμετό.
Κοίταξα
τα μαλλιά μου στον καθρέφτη του μπάνιου. Θυμήθηκα που γέλαγε κάθε φορά που μ’
έβλεπε με τα μαλλιά έτσι ανακατεμένα. Φόρεσα ένα μαύρο μπλουζάκι κι ένα τζιν.
«Έχω παχύνει αρκετά» σκέφτηκα καθώς κούμπωνα με δυσκολία τα πάνω κουμπί.
Όταν
τον είδε να φτάνει από μακριά πέταξε το τσιγάρο και χωρίς να σκεφτεί τίποτα
έτρεξε καταπάνω του. Κανονικά δεν έπρεπε να το κάνει αυτό. Όμως ούτε κι αυτός έπρεπε να τη σηκώσει και
ν’ αρχίσει να τη στριφογυρίζει στη μέση του κόσμου. Και τότε συνέβη το πιο
παράξενο απ’ όλα. Έκλεισαν τα μάτια κι άρχισαν να γελάνε, να γελάνε δυνατά,
πολύ δυνατά. Και για ώρα, πολλή ώρα, τόση πολλή ώρα που όταν τα άνοιξαν και
πάλι είχε νυχτώσει.
Βένια Σταματιάδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου