Προσοχή




     Κι εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκαν αγκαλιά.
     Πρώτος πέφτει εκείνος. Τα σεντόνια του φαίνονται κρύα και κουλουριάζεται με το φως του δωματίου ακόμα αναμμένο. «Πάλι καθυστερεί στο μπάνιο» σκέφτεται και κλείνει τα βλέφαρα.
     Μετά από λίγο μπαίνει κι εκείνη. Το στόμα της έχει μια ελαφριά μυρωδιά μέντας. «Μην ξεχάσεις να Ασβήσεις το φως» της λέει χαμηλόφωνα, με τα μάτια του ακόμα κλειστά. Εκείνη πατάει το διακόπτη και ψηλαφιστά φτάνει στο κρεβάτι. Ξαπλώνει δίπλα του κι εκείνος –κάπως σα να κόβει προσεκτικά τη σιωπή- απλώνει το αριστερό του χέρι και την αγκαλιάζει. Απ’ έξω μπαίνει πορτοκαλί το φως της λάμπας του δρόμου. Δεν κλείνουν ποτέ τα παντζούρια.
     «Καληνύχτα» της λέει και της δίνει ένα πεταχτό φιλί.
     «Καληνύχτα» απαντάει κι εκείνη και τον χαϊδεύει προσεκτικά στο πρόσωπο. Το δέρμα του είναι ακόμα ερεθισμένο από το πρωινό ξύρισμα- φοβάται μην τον πονέσει. Γυρίζει απ’ την άλλη και κολλάει το σώμα της στο δικό του.
     Κλείνει τα βλέφαρά της. Εκείνου η ανάσα βαραίνει αμέσως. Νοιώθει στην πλάτη της την κοιλιά του να ανεβοκατεβαίνει. Προσεκτικά προσπαθεί να συντονίσει την αναπνοή της με τη δική του. Μοιάζει να αναπνέει υπερβολικά αργά αλλά αυτός ο συντονισμός της φαίνεται απαραίτητος. Μετά από λίγο τα παρατάει.
     Γυρίζει το κεφάλι και τον κοιτάζει. Ίσως να πιστεύει πως μόνο με το βλέμμα της θα ξυπνήσει. Θυμάται πως κάποτε κάτι τέτοιο είχε γίνει. Όχι αυτή τη φορά.
     Αρχίζει να νοιώθει το χέρι του βαρύ πάνω στο σώμα της και τα πόδια της εγκλωβισμένα στα δικά του. Και τι δεν θα δινε να γυρίσει μπρούμυτα. Προσπαθεί προσεκτικά, για να μην τον ενοχλήσει, να τεντώσει το αριστερό της πόδι. Δεν γίνεται τίποτα.
     «Δεν πειράζει» σκέφτεται και ξανακλείνει τα βλέφαρα με πείσμα.
     Το κεφάλι της αρχίζει να πονάει. Απ’ τη μια σκέψη ξεπηδάει η επόμενη. Βγάζει έναν αναστεναγμό -πάντα προσεκτικά μην τον ξυπνήσει. Όμως πια η βαριά του ανάσα έχει αρχίσει να την εκνευρίζει και η ακινησία την έχει μουδιάσει.
     «Δεν μπορώ άλλο»σκέφτεται και γυρνάει απ’ την άλλη.
     Το πρωί ξυπνάει με κλάματα.
     «Τι έπαθες;» τη ρωτάει εκείνος μισοκοιμισμένος.
     «Εφιάλτης» απαντάει.
     Η αλήθεια ήταν πως ονειρεύτηκε το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο που τώρα βρίσκεται προσεκτικά αποξηραμένο σ’ ένα συρτάρι του γραφείου της. 
 Κείμενο: Βένια Σταματιάδη

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου