Ο Μήτσος βρισκόταν στριμωγμένος μέσα στον συρμό, μια μασχάλη που τον είχε τυλίξει δεν ήταν και πολύ δροσερή. Ένιωθε σαν τον Νουρέγιεφ καθώς προσπαθούσε να ισορροπήσει μέσα σε αυτή την άμορφη μάζα από βυζιά, πόδια, χέρια και μαλλιά. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του για να πάρει ανάσα και μετά πάλι βουτούσε στην περιπέτεια. Μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα είχε χάσει και τα δυο ακουστικά του mp3 του τα οποία προσγειώθηκαν στα αυτιά της πιτσιρίκας που βρισκόταν κολλημένη στα γόνατα του. Η μικρή δε φάνηκε να εκτιμάει το Φθινόπωρο του Vivaldi, γιατί έστρεψε το σγουρομάλλικο κεφάλι της προς τον αμήχανο Μήτσο με κατάφωρη έκπληξη και ενόχληση.
Είκοσι περίπου δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για τον Μήτσο ώστε να ψαρέψει τα ακουστικά του και να γυρίσει την πλάτη του στο αλαζονικό πλασματάκι. Και εκείνη ακριβώς την στιγμή υψώθηκε μπροστά στα μαύρα - άπλυτα για μέρες -γυαλιά του η τελευταία σελίδα των ζωδίων γνωστής free- press φυλλάδας. Έκλειψη!
Ακολουθώντας την εφημερίδα βλέπει το γαμψό νύχι της Μαρίας, ήταν τόσο μακρύ, ψεύτικο και κιτς που ο Μήτσος έφυγε για λίγο στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Επομένη στάση Ευαγγελισμός. Ανοίγουν οι πόρτες. Ανακατάταξη.
Ο Μήτσος και η Μαρία βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο. Η Μαρία δαγκώνει αμήχανα τα ροζ χείλη της. Αν δεν χαμογελούσε ο Μήτσος ίσως και να τα έσκιζε. Χαμογελάει και αυτή. «Πολύς κόσμος.», του λέει ναζιάρικα.
Τότε, η Louis Vuitton τσάντα, το ακριβό άρωμα και η συγκεκριμένη «αρχοντοκίτς» ενδυματολογική επιλογή λικνιζόντουσαν μπροστά του στους ρυθμούς της αμαξοστοιχίας.
Ο Μήτσος συγκράτησε τα γέλια του. Σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό να αφεθεί στην παρόρμηση που του ούρλιαζε να την δουλέψει για λίγο. Μια δυο φόρες πήγε να της πιάσει κουβέντα, αλλά οι φράσεις του, όσο και να προσπαθούσε δεν γινόντουσαν καθόλου κόσμιες. Καγκούρι, Πάολα, σκυλί, σανός, κατσίκα και παραμορφωμένο πλαστικό σακί με λίρες πάλευαν να βγουν από το αφυδατωμένο στόμα του.
Σύνταγμα. Βγαίνουν και οι δυο. Η φυλλάδα με τους ανάδρομους πλανήτες και τα τρεντς της εβδομάδα διπλώνεται, μπαίνει όπως, όπως μέσα στη Λούις. Η Μαρία φτιάχνει τα μαλλιά της στο τζαμί του μετρό. Χάνεται μέσα στο πλήθος και ξεκινά την άνοδο της με catwalk πασαρέλας. Ο Μήτσος μένει μαλάκας. Την ακολουθει και απορεί. «Πώς στον πούτσο τόσο τουπέ?»
Ανεβαίνουν,περνούν τα εκδοτήρια, ο Μήτσος την ακολουθεί, είναι πολύ περίεργος να δει που πάει. Τα μάτια του ανοίγουν, η μαστούρα χάνεται, η ιδέα να ακολουθήσει την Μαρία του μοιάζει ξαφνικά πολύ προκλητική.H Μαρία βγάζει το εισιτήριο από την τσέπη. Ο Μήτσος σκέφτεται ότι δεν έχει τζιβανα. Την ακολουθεί Θα της ζητήσει το εισιτήριο Την πλησιάζει, έχουν ανέβει τα σκαλιά. Αλλαγή φρουράς στους τσολιάδες, η βουλή βουβή, την έχει πλησιάσει, στο πλάνο είναι μόνο οι δυο τους και ένας βρώμικος κάδος ξέχειλος με καφέδες. Ο Μήτσος παίρνει ανάσα να μιλήσει, η Μαρία πετάει στον κάδο το εισιτήριο. «Μου δίνεις το εισιτήριο σου?»Η ερώτηση έμεινε στον αέρα, το εισιτήριο στα σκουπίδια.
Η Μαρία δεν άκουσε ποτέ.
Φεύγει.
Ο Μήτσος είναι σε δίλημμα.
Όχι για πολύ.
Τζιβανα με γεύση καφέ.
" Achristos Papagallos & Sofi Koukouvalia"
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου