εγκυμονώ


εγκυμονώ
  • είμαι έγκυος, φέρω στη μήτρα μου ένα έμβρυο, λέγεται για γυναίκες και θηλυκά ζώα
  • εμπεριέχω, κλείνω μέσα μου κάτι κακό που δεν είναι σαφές σε όλους.
Συνώνυμο: Κυοφορώ  < κυο- (< αρχαία ελληνική κυῶ) + -φορώ (< φέρω)
(O όρος εγκυμοσύνη είναι ευρύτατος και χρησιμοποιείται για όλα τα θηλαστικά του ζωικού βασιλείου).

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου