Τον γνώρισα όταν ήμουν στο χείλος του γκρεμού. Την ώρα που αφηνόμουν στον άνεμο να με πάρει και να με απαλλάξει απ' τη μίζερη καθημερινότητά μου, εμφανίστηκε πίσω μου και μου κράτησε το χέρι. Όταν τον πρωταντίκρισα έτρωγε μια τυρόπιτα και το πόδι του έπαιζε νευρικά πάνω σ' ένα πεζούλι. Φορούσε ένα μαύρο αδιάβροχο. Ένιωσα σαν να τον ήξερα από παλιά, από πάντα... Ακόμα και η αίσθηση που μου άφησε όταν μου έπιασε το χέρι ήταν γνώριμη... Δεν πίστευα ότι μπορούσε να με σώσει, αλλά πριν πέσω ένιωσα την ανάγκη να του πω την ιστορία μου. Ήθελα φεύγοντας, να ξέρει κάποιος ποια ήμουν πραγματικά. Μέχρι τότε δεν είχα αφήσει κανέναν να με διαβάσει, κανέναν να μπει στις σκέψεις μου.
Ποτέ δεν τον είχα κοιτάξει στα μάτια. Ακόμα και όταν του μιλούσα, με άκουγε χωρίς να με βλέπει... Όταν κάποτε ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, όλα απέκτησαν νόημα. Είδα την αλήθεια μέσα στο βλέμμα του. Έμεινα ακίνητη, αμίλητη. Ξαφνικά, μου έγινε απαραίτητος. Το μυαλό μου ήταν σ' αυτόν από την ώρα που ξυπνούσα το πρωί μέχρι την ώρα που έπεφτα για ύπνο και αναρωτιόμουν αν είχε κοιμηθεί ή αν κοιτούσε το βραδινό ουρανό. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο άρχιζα να μετανιώνω που ήμουν μπροστά στο γκρεμό και άρχισα να τραβιέμαι προς το μέρος του. Η πόλη μου φαινόταν πιο όμορφη, οι άνθρωποι πιο συμπαθητικοί και όλα μου φαίνονταν καλύτερα. Φυσικά τίποτα δεν είχε πραγματικά αλλάξει, απλά έβλεπα πια οτιδήποτε είχα αγνοήσει παλιότερα. Ένιωθα δυνατή και άρχισα να φτιάχνω τη ζωή μου όπως ήθελα. Αυτός παρέμενε πίσω μου, ασάλευτος, σιωπηλός και φρόντιζε να μη φτάνω στην άκρη. Όποτε συνέβαινε κάτι άσχημο, κρατούσε το χέρι μου και μου ψιθύριζε συμβουλές . Δε χαμογελούσε, δεν μ'αγκάλιαζε, δε με πλησίαζε πραγματικά, μόνο με προστάτευε.
Σύντομα, ήρθε η μέρα που κατάλαβα πως έπρεπε πια να σταθώ μόνη μου. Τον είχα αγαπήσει, αλλά ήξερα ότι δεν θα μπορούσε να είναι εκεί για πάντα. Πήρα φόρα και πήδηξα στο γκρεμό. Αν ήμουν δυνατή θα τα κατάφερνα. Αν όχι, δεν υπήρχε λόγος να ζω...Εκείνος με είχε αποχαιρετήσει τυπικά - έτσι άλλωστε ήταν ο τρόπος του. Φοβόμουν ότι θα έπεφτα και δε θα σηκωνόμουν ποτέ. Έκλεισα τα μάτια μου και έτρεμα ολόκληρη. Σε λίγο κατάλαβα ότι δεν είχα φτάσει στο έδαφος. Πετούσα ψηλά, πάνω από τις αναμνήσεις μου, πάνω από τη ζωή μου, από τις στενοχώριες και τις χαρές μου. Περνούσα πάνω από τους δαίμονές μου, που τώρα πια δεν μπορούσαν να με αγγίξουν.
Ποτέ δεν τον είχα κοιτάξει στα μάτια. Ακόμα και όταν του μιλούσα, με άκουγε χωρίς να με βλέπει... Όταν κάποτε ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο, όλα απέκτησαν νόημα. Είδα την αλήθεια μέσα στο βλέμμα του. Έμεινα ακίνητη, αμίλητη. Ξαφνικά, μου έγινε απαραίτητος. Το μυαλό μου ήταν σ' αυτόν από την ώρα που ξυπνούσα το πρωί μέχρι την ώρα που έπεφτα για ύπνο και αναρωτιόμουν αν είχε κοιμηθεί ή αν κοιτούσε το βραδινό ουρανό. Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο άρχιζα να μετανιώνω που ήμουν μπροστά στο γκρεμό και άρχισα να τραβιέμαι προς το μέρος του. Η πόλη μου φαινόταν πιο όμορφη, οι άνθρωποι πιο συμπαθητικοί και όλα μου φαίνονταν καλύτερα. Φυσικά τίποτα δεν είχε πραγματικά αλλάξει, απλά έβλεπα πια οτιδήποτε είχα αγνοήσει παλιότερα. Ένιωθα δυνατή και άρχισα να φτιάχνω τη ζωή μου όπως ήθελα. Αυτός παρέμενε πίσω μου, ασάλευτος, σιωπηλός και φρόντιζε να μη φτάνω στην άκρη. Όποτε συνέβαινε κάτι άσχημο, κρατούσε το χέρι μου και μου ψιθύριζε συμβουλές . Δε χαμογελούσε, δεν μ'αγκάλιαζε, δε με πλησίαζε πραγματικά, μόνο με προστάτευε.
Σύντομα, ήρθε η μέρα που κατάλαβα πως έπρεπε πια να σταθώ μόνη μου. Τον είχα αγαπήσει, αλλά ήξερα ότι δεν θα μπορούσε να είναι εκεί για πάντα. Πήρα φόρα και πήδηξα στο γκρεμό. Αν ήμουν δυνατή θα τα κατάφερνα. Αν όχι, δεν υπήρχε λόγος να ζω...Εκείνος με είχε αποχαιρετήσει τυπικά - έτσι άλλωστε ήταν ο τρόπος του. Φοβόμουν ότι θα έπεφτα και δε θα σηκωνόμουν ποτέ. Έκλεισα τα μάτια μου και έτρεμα ολόκληρη. Σε λίγο κατάλαβα ότι δεν είχα φτάσει στο έδαφος. Πετούσα ψηλά, πάνω από τις αναμνήσεις μου, πάνω από τη ζωή μου, από τις στενοχώριες και τις χαρές μου. Περνούσα πάνω από τους δαίμονές μου, που τώρα πια δεν μπορούσαν να με αγγίξουν.
Τίποτα δεν μπορούσε να με αγγίξει. Όλα ήταν μακριά... κι ενώ πετούσα, είδα κι αυτόν στο βάθος να με κοιτάζει χαμογελώντας. Είχε το πιο όμορφο χαμόγελο που είχα αντικρίσει. Ήταν όμως τόσο απομονωμένος, που όσο κι αν λαχταρούσα να τον αγκαλιάσω για να τον ευχαριστήσω, ήταν αδύνατον. Ένιωθα την παρουσία του τόσο έντονα που γύρισα πίσω να δω μήπως με ακολουθούσε. Και τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είχα φτερά, ούτε κάτι άλλο να με κρατά στον αέρα. Φορούσα όμως το μαύρο αδιάβροχο... Δεν ήξερα πώς το έκανε και γιατί, αλλά μου έδωσε ότι πολυτιμότερο είχε. Έβαλα το χέρι μου στην τσέπη του κι έβγαλα ένα χαρτάκι που έγραφε "Ελπίζω να σε βοήθησα". Του έγνεψα θετικά και του έστειλα ένα δάκρυ μου για να έχει κι αυτός κάτι πολύτιμο από μένα... Έμεινα με την εικόνα των ματιών του στο μυαλό μου και δεν ξέχασα ποτέ αυτά που έλεγε. Συνέχισα να πετάω και παρόλο που οι δρόμοι μας διασταυρώνονταν συχνά, ήταν σαν να μη με γνώριζε πια. Το βλέμμα του ήταν κενό και δε με πλησίασε ξανά. Το μόνο που έκανα από τότε ήταν να λέω "Σ' αγαπώ" από μέσα μου κάθε φορά που βρισκόταν στο δρόμο μου. Το αδιάβροχο δεν το' βγαλα ποτέ από πάνω μου. Ήταν αυτό που με κρατούσε ψηλά...
Κείμενο: Άννα Παπούλια
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου