Μια φορά κι έναν καιρό, στη χώρα του Ποτέ, γεννήθηκε ένα μελαχρινό κοριτσάκι. Όλοι χάρηκαν πολύ. Κάπως έτσι την είχαν φανταστεί αυτούς τους μήνες που την περίμεναν. Ήταν γελαστή, ανήσυχη, αντιδραστική και λίγο σκανταλιάρα. Ξέχασα να αναφέρω ένα βασικό: όταν γεννήθηκε ήταν ήδη δύο χρονών κι όπως πάντα συμβαίνει στη χώρα του Ποτέ, δεν θα μεγάλωνε ποτέ.
Η μικρή μας απολάμβανε πολλή αγάπη και προσοχή. Της έκαναν όλα τα χατίρια κι αυτή ανταπέδιδε με τσαχπινιές, γλύκες και λίγες, πολύ λίγες, ζαβολιές. Δεν της άρεσε καθόλου να κοιμάται. Όσο ο καιρός περνούσε κοιμόταν όλο και λιγότερο ώσπου έφτασε να μην κοιμάται καθόλου. Οι γονείς της σκέφτηκαν να την βγάλουν Ρέα, προς τιμήν του θεού του Ύπνου, μήπως και τα πράγματα βελτιώνονταν.
Του κάκου όμως. Τίποτα δεν άλλαξε. Όταν η Ρέα τις νύχτες βαριόταν στο κρεβάτι σηκωνόταν και καθόταν έξω. Ήθελε να βγει απ’ το σπίτι και τον τεράστιο κήπο του, να δει τι έχει παραπέρα. Οι γονείς της όμως δεν την άφηναν. Της έλεγαν πάντα πως είναι πολύ μικρή για κάτι τέτοιο. Εκείνη έβαζε τα κλάματα γιατί ήξερε πολύ καλά πως δεν θα μεγάλωνε ποτέ και δεν θα βγαινε ποτέ από το σπίτι.
Ένα καλοκαιριάτικο βράδυ που καθόταν κάτω από τη λεμονιά του κήπου της, άκουσε από μακριά ένα σφύριγμα. Στην αρχή τρόμαξε. Σκέφτηκε να ξυπνήσει τη μαμά της ή κάποιο από τα μεγαλύτερα αδέρφια της. Η περιέργειά της όμως –γιατί ήταν και περίεργη- ήταν μεγαλύτερη από το φόβο της. Σηκώθηκε και πήγε προς την αυλόπορτα. Όταν πλησίασε άκουσε πάλι το σφύριγμα από πιο κοντά αυτή τη φορά. Κοίταξε ανάμεσα στα κάγκελα και είδε ένα ξανθό αγοράκι λίγο μεγαλύτερο απ’ αυτή –γύρω στα πέντε ή έξι.
«Πώς σε λένε;» τον ρώτησε.
«Ορφέα», της απάντησε εκείνος. «Εσένα;»
«Ρέα. Και γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;»
«Δεν μ’ αρέσει να κοιμάμαι. Θες να πάμε μια βόλτα;»
«Δεν μ’ αφήνουν» απάντησε η μικρή συνοφρυωμένη.
«Έλα. Κανείς δεν θα μας καταλάβει»
Ξεγλίστρησε διστακτικά έξω από τη μεγάλη πόρτα του κήπου και άρχισαν να περπατούν. Είχε πανσέληνο και το φεγγάρι φώτιζε διακριτικά τα πάντα. Και τι δεν συνάντησαν.. Έκαναν μπάνιο στο ποτάμι, ανέβηκαν στα βράχια, έκαναν τσουλήθρα στους αμμόλοφους και κατέληξαν ξαπλωμένοι στα βότσαλα να κοιτούν το κύμα που έσκαγε σχεδόν αθόρυβα στην ακτή. Μόλις πήρε να φωτίζει, πήραν κι αυτοί το δρόμο της επιστροφής. Στη διαδρομή για πίσω η Ρέα δυο- τρεις φορές κουράστηκε αλλά ο Ορφέας μπορούσε πάντα και τη βοηθούσε. Όταν έφτασαν έδωσαν ραντεβού για την επόμενη και για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό κοιμήθηκαν ήσυχοι στα κρεβάτια τους.
Ο καιρός περνούσε κι οι βραδινές συναντήσεις συνεχίζονταν. Κάθε φορά πήγαιναν ακόμα πιο μακριά και ανακάλυπταν όλο και περισσότερες ομορφιές. Έπαιζαν ατελείωτα, έτρεχαν και γέλαγαν μέχρι την ώρα που φώτιζε οπότε και γλιστρούσαν στα κρεβάτια τους χαμογελαστοί κι εξαντλημένοι.
Κάποια νύχτα, την ώρα που ήταν ξαπλωμένοι πλάι στη θάλασσα, η Ρέα έκανε μια ευχή στο πιο φωτεινό αστέρι τ’ ουρανού. Ήθελε να βγάλει φτερά και να δει τον κόσμο από ψηλά. Ήθελε να τριγυρίσει σ’ όλα τα άγνωστα και μαγικά μέρη που τα μικρά πόδια εκείνης και του Ορφέα δεν μπορούσαν να φτάσουν,
Όταν έπεσε στο κρεβάτι της εκείνο το ξημέρωμα είδε πως είχε ανέβει ψηλά στη στέγη του σπιτιού της και περπατούσε στον αέρα χωρίς να πέφτει. Το πρωί είχε μεταμορφωθεί σε πεταλούδα.
Χρόνια έχουν περάσει από τότε. Ο Ορφέας τα πρώτα βράδια την έψαχνε. Σφύριζε, ξανασφύριζε μα τίποτα. Στο τέλος γυρνούσε σπίτι του, έπεφτε κάτω απ’ τα σκεπάσματα και έκλαιγε κρυφά μέχρι την ώρα που χάραζε. Τώρα πια το σφύριγμα αντικατέστησε η θύμηση.
Όσο για τη μικρή μας δεν μάθαμε ποτέ τι απέγινε. Τι συνάντησε, πόσα όμορφα μέρη γνώρισε, αν πέταξε βόρεια ή νότια ή ακόμα κι αν μπορεί να λύσει τα μάγια. Μα αν κάποιο καλοκαιριάτικο βράδυ ακούσετε σφύριγμα ψάξτε για μια πεταλούδα με πολύχρωμα φτερά. Κάπου άκουσα να λένε πως έμαθε επιτέλους να σφυρίζει.
Κείμενο: Βένια σταματιάδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου